- καραγάτσι
- και καρακάτσι, τοτο δέντρο φτελιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kara-agac «μαύρο δέντρο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
φτελιά — Bλ. λ. Ουλμίδες. * * * η, και φτελιάς και φτελιός, ο, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού γένους ούλμος, που ανήκει στην οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ουλμίδες τής τάξης ουρτικώδη και περιλαμβάνει 30 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
ουλμίδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, αποκλειστικά θάμνων και δέντρων, που συχνά είναι μεγαλοπρεπή και καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς. Κυριότερα γένη είναι: ούλμος (πτελέα, φτελιά, καραγάτσι), κελτίδα (μελικοκκιά), αβελικέα ή ζελκόβα· στο… … Dictionary of Greek